- ακρουστάλλιαστος
- η , ο1) некристаллизованный; 2) некристаллизующийся
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακρουστάλλιαστος — η, ο ο ακρυστάλλιαστος* … Dictionary of Greek